- εντιναγμός
- ἐντιναγμός, ο (Α)1. το τίναγμα2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντιναγμοί — ἐντιναγμός shaking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντιναγμῷ — ἐντιναγμός shaking masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)